πολυρροιβδητος

πολυρροιβδητος
    πολυρροίβδητος
    πολυ-ρροίβδητος
    2
    вращающийся с гудением, гудящий
    

(ἄτρακτος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πολυρροιβδητος" в других словарях:

  • πολυρροίβδητος — ον, Α αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, πολυδίνητος*, ή αυτός που περιστρέφεται γρήγορα παράγοντας ταυτόχρονα πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥοιβδῶ «κινούμαι ορμητικά»] …   Dictionary of Greek

  • πολυρροίβδητον — πολυρροίβδητος much whirring masc/fem acc sg πολυρροίβδητος much whirring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»